- μεθέρπω
- μεθ-έρπω,A creep after, overtake, Opp.H.1.543.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεθέρπω — (Α) 1. έρπω πίσω από κάποιον 2. συνεκδ. προφθάνω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἕρπω] … Dictionary of Greek
έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… … Dictionary of Greek